- τηλεφόρος
- τηλεφόρος, ον,A far-carrying,
δόρυ Nonn.D.19.149
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόρυ Nonn.D.19.149
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τηλεφόρος — ον, Α αυτός που φέρεται, που ρίχνεται μακριά («τηλεφόρον δόρυ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek